- υπαγωγή
- η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω]η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.)μσν.-αρχ.(κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς ναυσὶ σκέπηκαὶ προσόρμησιςοἷον ὕφορμός τις»αρχ.1. βαθμιαία προσαγωγή («αὐτὸν δὲ τοὺς κύνας λαβόντα ἰέναι πρὸς τὴν ὑπαγωγὴν τοῡ κυνηγεσίου», Ξεν.)2. απάτη, πανουργία3. ευκοιλιότητα, διάρροια4. υποχώρηση («καὶ ἦν ἐπὶ πολὺ τοιαύτη ἡ μάχη, διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί», Θουκ.)5. μάζεμα, χαμήλωμα, ζάρωμα6. διώρυγα, αυλάκι άρδευσης.
Dictionary of Greek. 2013.